Μικρή μου Αάβησαρ
Θυμάμαι που
περπατούσες κείνη τη νύχτα
και τα βήματά σου άνοιγαν τρύπες
απ’ όπου έβγαιναν πανιά κόκκινα
που τρεμόπαιζαν απ την ανάσα σου
και οι κούκλες στις βιτρίνες
αποχτούσαν ξαφνικά μάτια
με χρώμα μπλε πάνω τους.
Εσύ ανέμιζες τα δάχτυλα
του αριστερού σου χεριού
χαϊδεύοντας τη γύμνια των μεταλλικών τραπεζιών,
που είναι κρυμμένη κάτω από
πολύχρωμα τραπεζομάντιλα,
κρατώντας με το δεξί
ένα ποτηράκι στενόμακρο
με ούζο μισογεμάτο.
Δε το έπινες.
Μόνο τα δάχτυλά σου βουτούσες
μέσα του
και δρόσιζες τα χείλια σου .
Η θηλή του στήθους σου έτρεχε γάλα
και τα σκυλιά του δρόμου αλυχτούσαν
για μια σταγόνα
Οι μοτοσικλετιστές σταματούσαν και
σκούπιζαν τον ιδρώτα τους
πάνω στη πέτσινη φορεσιά τους
κοιτάζοντας τα τυπωμένα
γυαλιστερά γυναικεία κορμιά
που άπλωνε εμφατικά ο περιπτερούχος,
ετών τριάντα επτά ,
που έλυνε μανιωδώς τις νύχτες
σταυρόλεξα και γρίφους..
Οι άνθρωποι του ιπποδρόμου κείνη τη νύχτα ,
θυμάμαι,
άφησαν ελεύθερα τα άλογα στη πόλη
κι αυτά ακολούθησαν,
μηρυκάζοντας,
τους οργασμούς σου
και χλιμιντρίζοντας
τη μνήμη σου.
Ήθελα να σε δω γυμνή
Να στροβιλίζεσαι
στις παλάμες μου,
μα συ χάθηκες
ανεβαίνοντας στη σέλα
της μηχανής ενός μοτοσικλετιστή
που είχε μεθύσει
τυλιγμένος τη φωτογραφία σου .
16/8/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου